- συνηγόρησα
- συνηγορέωplead in courtaor ind act 1st sgσυνηγορέωplead in courtaor ind act 1st sg (homeric ionic)συνηγορέωplead in courtaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνηγορήσας — συνηγορήσᾱς , συνηγορέω plead in court aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) συνηγορήσᾱς , συνηγορέω plead in court aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηγορώ — συνηγόρησα 1. υποστηρίζω ηθικά, είμαι υπέρ: Όλα συνηγορούν υπέρ αυτής της άποψης. 2. υποστηρίζω κάποιον με λόγους, κυρίως στο δικαστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνηγορώ — συνηγορώ, συνηγόρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής